Τελευταία Άρθρα
 

Πολυφαινόλες. Oι θαυματουργές ουσίες του ελαιολάδου

Πολυφαινόλες. Oι θαυματουργές ουσίες του ελαιολάδου

Μετά απο σχετικη άδεια η ιστοσελίδα του ΣΕΔΗΚ  αναδημοσιεύει  στην συνέχεια άρθρο της  εημεριδας ΤΟ ΒΗΜΑ,   σχετικα με τις πολυφαινόλες,  λογω του ενδιαφέροντος που παρουσιαζουν τελευταία. Ιδιαίτερα  σημαντικές  ειναι οι  διευκρινίσεις που δίδουν  ερευνητές  της Φαρμακολογίας του Πανεπιστημίο Αθηνών, σχετικά με τις πολυφαινόλες του ελαιολάδου. Το άρθρο αυτο  εχει ως εξής:

Εδώ και  πανω απο μιά  δεκαετία το ελαιόλαδο βρίσκεται στο μικροσκόπιο της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας και το ενδιαφέρον για τη διερεύνηση των ευεργετικών επιδράσεων που μπορεί να έχει στην ανθρώπινη υγεία δεν περιορίζεται πλέον μόνο στον «φυσικό του χώρο», τη λεκάνη της Μεσογείου. Η αιτία που επιστήμονες από όλον τον κόσμο έχουν αρχίσει να το εξετάζουν ενδελεχώς είναι οι περίφημες φαινόλες που περιέχει. Αυτές οι ουσίες με τα «εξωτικά» ονόματα όπως υδρoξυτυροσόλη, ελαιοευρωπαΐνη, ελαιασίνη, ελαιοκανθάλη δεν έχουν περάσει ίσως ακόμη στο καθημερινό μας λεξιλόγιο, έχουν όμως αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στις ετικέτες προϊόντων στα ράφια των σουπερμάρκετ και στα φαρμακεία ενώ οι υποσχέσεις για τα οφέλη που μπορούν να μας προσφέρουν είναι πολλές. Πόσα ωστόσο από όσα ακούμε και διαβάζουμε σχετικά με αυτές βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της «υπόσχεσης» και πόσα έχουν αποδείξει την αξία και την ασφάλειά τους; Και, εκτός από ένα πολύ καλό τρόφιμο που θωρακίζει την υγεία, μπορεί το ελαιόλαδο στο μέλλον να εξελιχθεί και σε μια πολύ καλή πηγή φαρμάκων;

Ενα συνέδριο για το ελαιόλαδο

Μια απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είχε ως στόχο να δώσει το διεθνές επιστημονικό συνέδριο με τίτλο «Τα βιοδραστικά συστατικά του ελαιολάδου, εφαρμογές και προοπτικές» που διοργανώθηκε τον περασμένο Ιούλιο στην Ορλεάνη της Γαλλίας από τον καθηγητή Λέανδρο Σκαλτσούνη, διευθυντή του Τομέα Φαρμακογνωσίας και Χημείας Φυσικών Προϊόντων της Φαρμακευτικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Ορλεάνης. Παρακολουθήσαμε το συνέδριο και, τώρα που η ελαιοκομική περίοδος έχει αρχίσει και το ελαιόλαδο έχει την τιμητική του, θα προσπαθήσουμε και εμείς με τη σειρά μας να σας κατατοπίσουμε με τη βοήθεια ορισμένων από τους επιστήμονες που συμμετείχαν σε αυτό.

Ο «θόρυβος» γύρω από τις φαινόλες ή, όπως συχνά αναφέρονται, πολυφαινόλες ή βιοφαινόλες του ελαιολάδου ξεκίνησε σε μεγάλο βαθμό το 2005, από μια δημοσίευση στην επιθεώρηση «Nature», όπως μας εξηγεί η Μαρία Χαλαμπαλάκη, η οποία ανήκει στο διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό της Φαρμακευτικής Σχολής του ΕΚΠΑ. «Η δημοσίευση και η αντίστοιχη έρευνα πραγματοποιήθηκαν στην Αμερική, από το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια. Μάλιστα γνωρίσαμε και έναν από τους κύριους ερευνητές της συγκεκριμένης μελέτης, τον Γκάρι Μποσάν, o οποίος μας διηγήθηκε πώς εμπνεύστηκε τη βασική ιδέα, σε μια επίσκεψή του στο εργαστήριό μας» λέει. «Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στη Μεσόγειο ήταν κρυωμένος και χρησιμοποιούσε το γνωστό αντιφλεγμονώδες ιβουπροφαίνη, το οποίο είναι αρκετά πικρό και δημιουργεί ένα “κάψιμο” στον λαιμό. Την ίδια περίοδο κατανάλωνε αρκετό ελαιόλαδο και ένιωσε την ίδια αίσθηση. Συνδυάζοντας αυτά τα δύο γεγονότα, επιστρέφοντας στην Αμερική, και ενθουσιασμένος, όπως συνεχώς υπογράμμιζε, από την ξεχωριστή γεύση και τα αρώματα του ελαιολάδου σκέφθηκε να διερευνήσει την πιθανότητα να υπάρχει στο ελαιόλαδο κάποιο συστατικό το οποίο θα έχει παρόμοια δράση».

Θεραπευτικό κάψιμο στον λαιμό!

Με οδηγό λοιπόν αυτή την πικράδα ο ερευνητής εντόπισε την ελαιοκανθάλη, ένα από τα κύρια συστατικά του ελαιολάδου, το οποίο προκαλεί ένα χαρακτηριστικό «κάψιμο» στον λαιμό. Σε πειράματα που έκανε, η συγκεκριμένη ένωση του ελαιολάδου φάνηκε όντως να εμφανίζει σημαντική αντιφλεγμονώδη δράση, και μάλιστα συγκρίσιμη με αυτήν της ιβουπροφαίνης (ibuprofen), η οποία αποτελεί τη δραστική ουσία πολλών παυσίπονων και αντιπυρετικών. Και, όπως ήταν επόμενο, η δημοσίευση των ευρημάτων του τάραξε τα νερά στον χώρο του ελαιολάδου και όχι μόνο.

Αν και δεν επρόκειτο παρά για μια καθαρά πρωταρχική μελέτη, σε ενζυμικό επίπεδο όλοι οι επιστήμονες που ασχολούνται με το ελαιόλαδο θέλησαν να διερευνήσουν το ζήτημα περισσότερο. Ετσι ξεκίνησαν πιο συστηματικές μελέτες, οι οποίες, στα χρόνια που ακολούθησαν, άρχισαν να εξετάζουν τη δράση της συγκεκριμένης καθώς και άλλων φαινολών του ελαιολάδου όχι μόνο απέναντι στη φλεγμονή αλλά και σε σχέση με την υπέρταση, τον διαβήτη, τις καρδιαγγειακές παθήσεις, τον καρκίνο, την οστεοπόρωση, τη νόσο Αλτσχάιμερ και πολλά άλλα.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι μελέτες πολλαπλασιάστηκαν και πληθαίνουν διαρκώς, το τοπίο παραμένει σχετικά θολό. Δεν είναι τυχαίο ότι πριν από μερικά χρόνια, όταν η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (ΕFSA) ανέλαβε να εξετάσει κατά πόσον το ελαιόλαδο ως τρόφιμο μπορεί χάρη στις φαινόλες που περιέχει να έχει αποδεδειγμένα ευεργετικό αποτέλεσμα για την υγεία, ενέκρινε ως «ισχυρισμό υγείας» μόνο μία από τις επτά συνολικά προτάσεις που είχαν κατατεθεί προς αξιολόγηση: αυτήν που αφορά την αντιοξειδωτική δράση των φαινολών, και συγκεκριμένα τη συμβολή τους στην προστασία των λιπιδίων του αίματος από το οξειδωτικό στρες.

Οι πολύτιμες πολυφαινόλες

Πέρα όμως από τη «συνολική» ευεργετική δράση του ελαιολάδου όταν το καταναλώνουμε ως τρόφιμο στο πλαίσιο μιας ισορροπημένης μεσογειακής διατροφής, πόσα γνωρίζουμε για τη δράση που μπορεί να έχει ξεχωριστά η καθεμία από τις φαινόλες που περιέχει; «Το ελαιόλαδο είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο μείγμα συστατικών. Αν πάρουμε ένα ένα τα συστατικά του, πέρα από τα λιπαρά οξέα και τα τριγλυκερίδια, και εξετάσουμε τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα για τη βιολογική ή τη φαρμακολογική τους δράση, τα πράγματα περιπλέκονται» μας λέει η κυρία Χαλαμπαλάκη. «Εχουν γίνει αρκετές μελέτες στο ελαιόλαδο, ωστόσο υπάρχουν αρκετές δυσκολίες στο να εξαχθούν σαφή και ασφαλή συμπεράσματα. Μία από αυτές είναι η πραγματικά μεγάλη μεταβλητότητα των φαινολών από το ένα ελαιόλαδο στο άλλο, ένας καθοριστικός παράγοντας ο οποίος καθιστά απαραίτητη την ποσοτική μέτρηση των επιπέδων τουλάχιστον των κύριων φαινολών σε κάθε μελέτη. Οι περισσότεροι ερευνητές συνήθως αναφέρουν ότι χρησιμοποίησαν ελαιόλαδο πλούσιο στο ένα ή στο άλλο συστατικό χωρίς να καθορίζουν αν ή πώς αυτό το συστατικό έχει μετρηθεί. Αυτό αποτελεί μια βασική αδυναμία».

Οπως προσθέτει η ερευνήτρια, επειδή οι περισσότερες από τις ουσίες αυτές δεν είναι εμπορικά διαθέσιμες και η απομόνωσή τους είναι απαιτητική και δαπανηρή διαδικασία, οι μελέτες που χρησιμοποιούν τις φαινόλες σε «καθαρή» μορφή είναι πολύ λιγότερες σε σχέση με εκείνες που χρησιμοποιούν ελαιόλαδο. Επίσης, ακόμη πιο σημαντικό, στη συντριπτική πλειονότητά τους οι μελέτες που υπάρχουν ως τώρα έχουν γίνει είτε in vitro – δηλαδή σε κύτταρα – είτε, στην καλύτερη περίπτωση, in vivo – δηλαδή σε πειραματόζωα. Ελάχιστες έχουν προχωρήσει σε αξιόπιστες κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους, οι οποίες αποτελούν και το απαραίτητο «τεστ» για να κριθούν η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια ενός συστατικού.

Οι ευεργετικές πολυφαινόλες του ελαιόλαδου

Η καλύτερα μελετημένη φαινόλη του ελαιολάδου, και μάλιστα με διαφορά, είναι η υδροξυτυροσόλη. «Το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας την αφορά» επισημαίνει η κυρία Χαλαμπαλάκη. «Εχουν γίνει μελέτες σε κύτταρα και σε πειραματόζωα, ενώ έχουν ξεκινήσει και κλινικές δοκιμές. Η ισχυρή αντιοξειδωτική δράση της θεωρείται πλέον δεδομένη». Πέραν των στοιχειοθετημένων αρετών της, η υδροξυτυροσόλη αυτή τη στιγμή βρίσκεται στα πρώτα στάδια κλινικών δοκιμών ως συμπλήρωμα διατροφής για ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση και ως μέτρο πρόληψης του καρκίνου του μαστού σε γυναίκες που έχουν γενετική προδιάθεση. Το αν έχει πραγματικά δράση και σε αυτές τις περιπτώσεις θα το μάθουμε στο μέλλον.

Αρκετά μελετημένη είναι επίσης η ελαιοευρωπαΐνη, η οποία περιέχεται κυρίως στα φύλλα της ελιάς και σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις στο ελαιόλαδο (για τις σημαντικές μελέτες που γίνονται στην Ελλάδα σχετικά με τη δράση της στην προστασία της καρδιάς δείτε το πλαίσιο). Η ελαιοκανθάλη, από την άλλη πλευρά, αν και τελευταία ακούγεται πολύ, ερευνητικά,  βρίσκεται πολύ πίσω – το ίδιο και η ελαιασίνη, η οποία συγγενεύει χημικά με αυτήν. Οι δύο αυτές ουσίες υπάρχουν σε υψηλότερες συγκεντρώσεις στα αγουρέλαια και στα «νέα» λάδια, επειδή όμως είναι ασταθείς με τον χρόνο (ύστερα από περίπου δώδεκα μήνες σε σφραγισμένο μπουκάλι και αρκετά νωρίτερα, περίπου στους τέσσερις μήνες, αν το μπουκάλι ανοιχθεί και το λάδι έρθει σε επαφή με οξυγόνο) διασπώνται και μετατρέπονται σε τυροσόλη και υδροξυτυροσόλη, αντίστοιχα. Αν και η ελαιοκανθάλη αποτέλεσε το έναυσμα για την επισταμένη ενασχόληση των ερευνητών με τις φαινόλες του ελαιολάδου, οι μελέτες που διερευνούν τη δράση της συγκεκριμένης ουσίας είναι ακόμη περιορισμένες. «Οι περισσότερες έχουν γίνει σε κύτταρα, ελάχιστες έχουν γίνει σε πειραματόζωα» επισημαίνει η κυρία Χαλαμπαλάκη. «Το γεγονός ότι πρόκειται για ιδιαίτερα ασταθή μόρια, δύσκολα στην απομόνωση και στη σύνθεσή τους, έχει καθυστερήσει αρκετά την ερευνητική διαδικασία για την αξιολόγηση της ασφάλειας και των βιολογικών τους ιδιοτήτων».

Παρ’ όλα αυτά η ελαιοκανθάλη θεωρείται υποσχόμενη, καθώς σε κάποιες μελέτες σε κύτταρα έχει διαφανεί ότι θα μπορούσε να συμβάλει στον έλεγχο των μεταστατικών καρκίνων, όπως επίσης – επειδή φαίνεται να μειώνει τον πολυμερισμό της πρωτεΐνης Ταυ και τη συγκέντρωση του β-αμυλοειδούς στον εγκέφαλο – στην καταπολέμηση της νόσου Αλτσχάιμερ. Ολοι οι ειδικοί ωστόσο υπογραμμίζουν πως παρά το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα αποτελέσματα είναι ενδιαφέροντα, απέχουμε πολύ από το να γνωρίζουμε αν όντως ευσταθούν και αν μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη, καθώς ακόμη δεν είναι γνωστός ο μηχανισμός δράσης της ελαιοκανθάλης και το πώς αυτή μεταβολίζεται μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό. Για παράδειγμα, ενώ για την υδροξυτυροσόλη και την ελαιοευρωπαΐνη γνωρίζουμε ότι δεν είναι τοξικές, δεν μπορούμε να πούμε κάτι αντίστοιχο για την ελαιοκανθάλη και την ελαιασίνη – αντιθέτως, σε μια μελέτη που παρουσιάστηκε στο συνέδριο της Ορλεάνης από την Αγαθή Χαρίστου και την Κατερίνα Τερμεντζή από το Εργαστήριο Τοξικολογικού Ελέγχου Γεωργικών Φαρμάκων του Μπενάκειου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου φάνηκε ότι εκχυλίσματα με υψηλές συγκεντρώσεις ελαιοκανθάλης ενδέχεται να εμφανίζουν τοξικότητα. «Τόσο για την ελαιοκανθάλη όσο και για την ελαιασίνη, που είναι και οι δύο από τα κύρια συστατικά του ελαιολάδου, δεν έχουμε φθάσει ακόμη σε σημείο να ξέρουμε τι δράση έχουν στον άνθρωπο» τονίζει η κυρία Χαλαμπαλάκη.

Το λάδι δεν είναι φάρμακο

Με όλες αυτές τις άγνωστες παραμέτρους κανείς ακόμη δεν μπορεί να μιλήσει για την ανάπτυξη φαρμάκων από τα συστατικά του ελαιολάδου. Προς το παρόν κυκλοφορούν στην αγορά αρκετά συμπληρώματα διατροφής με βάση την ελιά και τα προϊόντα της, άλλα αναγράφοντας επιτρεπόμενους ισχυρισμούς υγείας και άλλα όχι, μια και η νομοθεσία στη συγκεκριμένη κατηγορία είναι αρκετά χαλαρή και ο έλεγχος από τις αρμόδιες αρχές γίνεται μόνο κατόπιν καταγγελίας και με ρυθμό… χελώνας. Παράλληλα υπάρχουν στην αγορά και ελαιόλαδα στα οποία αναγράφεται ότι προσφέρουν οφέλη που «ξεφεύγουν» από τον κανονισμό της EFSA. Για τον λόγο αυτόν καλό είναι να είστε πολύ προσεκτικοί και να… κρατάτε μικρό καλάθι απέναντι στις μεγάλες υποσχέσεις: αν δεν στηρίζονται σε δημοσιευμένες μελέτες και κλινικές δοκιμές σε μεγάλο δείγμα, μην τις πιστέψετε.

Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι οι εγκεκριμένοι ισχυρισμοί υγείας για τις φαινόλες του ελαιολάδου δεν μπορεί να πληθύνουν το επόμενο διάστημα. Το έδαφος κρίνεται εξαιρετικά πρόσφορο από την επιστημονική κοινότητα, η οποία συνεχίζει την εξερεύνησή του. Η ομάδα του κ. Σκαλτσούνη μάλιστα ανέλαβε πρόσφατα την υλοποίηση ενός μεγάλου ευρωπαϊκού προγράμματος στο πλαίσιο του οποίου ένα δίκτυο πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων από την Ελλάδα, την Ισπανία, την Αυστρία, την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία θα μελετήσει εις βάθος τη φαρμακολογία και την τοξικολογία των συγκεκριμένων ουσιών ώστε να διαπιστώσει κατά πόσον προσφέρονται για την ανάπτυξη φαρμάκων και θεραπειών. Σε μια από τις προβλεπόμενες μελέτες οι έλληνες ερευνητές, σε συνεργασία με ένα μεγάλο νοσοκομείο της Ισπανίας, θα προχωρήσουν και σε μια εκτεταμένη κλινική δοκιμή των βιοδραστικών συστατικών του ελαιολάδου ως θεραπείας για την αρθρίτιδα. Το «θαύμα του ελαιολάδου» δεν σταματάει λοιπόν σε καμία περίπτωση εδώ. «Το ελαιόλαδο είναι ένα εξαιρετικό τρόφιμο, το οποίο μπορεί να προσφέρει οφέλη στην υγεία. Δεν είναι όμως φάρμακο. Το αν μπορεί να αποτελέσει πηγή για την ανάπτυξη φαρμάκων θα το δούμε το επόμενο διάστημα» λέει ο καθηγητής.

Ελαιοευρωπαΐνη, ασπίδα για το έμφραγμα;

Χάρη στις πολυφαινόλες του το ελαιόλαδο προστατεύει την καρδιά

Η ελαιοευρωπαΐνη είναι μια πολυφαινόλη που βρίσκεται κυρίως στα φύλλα της ελιάς και μελετάται εδώ και αρκετά χρόνια από τους επιστήμονες. Αυτή καθαυτή ως ουσία έχει πάρει έγκριση για έναν ισχυρισμό υγείας ως ελαφρύ διουρητικό, ενώ το αλκοολικό εκχύλισμα φύλλων ελιάς, τα οποία είναι πλούσια σε ελαιοευρωπαΐνη, έχει εγκριθεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων για χρήση κατά της υπέρτασης. Η δράση της όμως εξετάζεται και σε άλλες παθήσεις, και η χώρα μας έχει να επιδείξει σημαντική δραστηριότητα σε αυτόν τον τομέα. Η Ιωάννα Ανδρεάδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Φαρμακολογίας στη Φαρμακευτική Σχολή του ΕΚΠΑ, σε συνεργασία με τον Ευστάθιο Ηλιοδρομίτη, καθηγητή Καρδιολογίας, και τον Δημήτρη Κρεμαστινό, ομότιμο καθηγητή Καρδιολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, μελετά εδώ και χρόνια τη συγκεκριμένη ουσία και τα αποτελέσματα της έρευνάς τους υποδηλώνουν ότι ενδεχομένως θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική προστασία στην καρδιά. Σε μια από τις μελέτες που παρουσίασε στο συνέδριο στην Ορλεάνη η ίδια και οι συνεργάτες της χορήγησαν ελαιοευρωπαΐνη σε κουνέλια με αθηρωματικό μυοκάρδιο και σε υγιή πειραματόζωα σε δόσεις που μπορεί κάποιος να πάρει καθημερινά από τη μεσογειακή, και συγκεκριμένα την κρητική, διατροφή και είδαν ότι ύστερα από έξι εβδομάδες μείωνε σημαντικά την έκταση του εμφράγματος του μυοκαρδίου τόσο στα αθηρωματικά όσο και στα φυσιολογικά ζώα. «Αυτό είναι ένα σημαντικό εύρημα, γιατί το τελικό σημείο το οποίο εξετάζουμε εμείς είναι το πιο “κομβικό”» λέει η καθηγήτρια στο «Βήμα». «Σημαίνει ουσιαστικά ότι αν κάποιος ακολουθεί καθημερινά μια διατροφή πλούσια σε αυτά τα συστατικά και κάποια στιγμή υποστεί για κάποιον λόγο έμφραγμα του μυοκαρδίου, ένα σημαντικό κομμάτι του μυοκαρδίου του ενδέχεται να σωθεί και να μη νεκρωθεί».

Συνεχίζοντας την ίδια μελέτη για να διερευνήσουν τον μηχανισμό με τον οποίο δρά η ελαιοευρωπαΐνη οι έλληνες επιστήμονες διαπίστωσαν επίσης ότι η συγκεκριμένη πολυφαινόλη μειώνει την ολική χοληστερόλη και τα τριγλυκερίδια ενώ έχει σημαντικές αντιοξειδωτικές δράσεις τόσο στο αίμα όσο και στο μυοκάρδιο. Συγκεκριμένα, στην τελευταία μελέτη τους, που δημοσιεύθηκε το 2015, εξέτασαν δείγμα από το μυοκάρδιο των κουνελιών και είδαν ότι η ελαιοευρωπαΐνη μείωνε κάποιους δείκτες φλεγμονής και ενίσχυε κάποια σηματοδοτικά μονοπάτια που προστάτευαν το μυοκάρδιο και ανέστελλαν τις αρνητικές επιπτώσεις των ισχαιμικών επεισοδίων στον μεταβολισμό. Τέλος, σε μια τελευταία μελέτη που παρουσιάστηκε επίσης στο συνέδριο αλλά δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη, οι ερευνητές μιμήθηκαν το τι συμβαίνει όταν κάποιος υποστεί οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και χορήγησαν στα κουνέλια ελαιοευρωπαΐνη σε μεγάλες δόσεις, σαν φαρμακευτική αγωγή συμπληρωματική στην αγγειοπλαστική. Είδαν ότι η έκταση της νέκρωσης του μυοκαρδίου μειώθηκε σημαντικά, γεγονός το οποίο σημαίνει καλύτερη μακροπρόθεσμη έκβαση για τον ασθενή, καθώς η νέκρωση του μυοκαρδίου οδηγεί σε καρδιακή ανεπάρκεια. Παράλληλα, σε άλλες μελέτες που έχουν γίνει σε ποντίκια, η κυρία Ανδρεάδου και οι συνεργάτες της έχουν δει ότι η ελαιοευρωπαΐνη αναστέλλει τη βλάβη που προκαλούν στο μυοκάρδιο οι αντικαρκινικές χημειοθεραπείες.

Τα παραπάνω ευρήματα, τα οποία έχουν κριθεί και δημοσιευθεί προκαλώντας διεθνές ενδιαφέρον, είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικά. Ωστόσο η κυρία Ανδρεάδου σπεύδει να τονίσει ότι δεν πρέπει να βιαστούμε να πανηγυρίσουμε. «Το πρόβλημα είναι πως παρά το γεγονός ότι έχουμε όλα αυτά τα θετικά αποτελέσματα, δεν έχουν γίνει ακόμη κλινικές μελέτες σε ασθενείς ώστε να δούμε πώς δρα η ελαιοευρωπαΐνη στον ανθρώπινο οργανισμό» τονίζει. «Ο,τι βλέπουμε στα ζώα δεν σημαίνει ότι μπορεί να μεταφερθεί αυτόματα στον άνθρωπο. Αν ήταν έτσι, θα είχαμε λύσει πολλά προβλήματα και θα είχαν θεραπευθεί πολλές νόσοι».